- παράρθρημα
- παράρθρημαsubluxationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράρθρημα — ατος, τὸ, Α [παραρθρώ] μερική εξάρθρωση, ατελής εξάρθρωση … Dictionary of Greek
παραρθρημάτων — παράρθρημα subluxation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρθρήμασιν — παράρθρημα subluxation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρθρήματα — παράρθρημα subluxation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρθρήματος — παράρθρημα subluxation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρθρησις — ήσεως, ἡ, Α [παραρθρώ] 1. εξάρθρωση 2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα* … Dictionary of Greek